εἰλημμένον

εἰλημμένον
λαμβάνω
a
perf part mp masc acc sg
λαμβάνω
a
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”